- μαστορικός
- -ή, -ό [μάστορας]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στον μάστορα («μαστορικά σύνεργα»)2. μτφ. (για πράγματα ή και πράξεις) ο καμωμένος με τέχνη και επιδεξιότητα, έντεχνος, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος («μαστορικό σκάλισμα τού ξύλου»)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαστορικάη αμοιβή τού τεχνίτη για την εργασία του.επίρρ...μαστορικάμε μαστοριά, με τρόπο επιδέξιο, έντεχνα, επιτήδεια.
Dictionary of Greek. 2013.